- ομοιοπρόσωπος
- ὁμοιοπρόσωπος, -ον (Α)αυτός που έχει όμοιο πρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μονο-πρόσωπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοιοπρόσωπος — in the same person masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοπρόσωπον — ὁμοιοπρόσωπος in the same person masc/fem acc sg ὁμοιοπρόσωπος in the same person neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοπροσώπου — ὁμοιοπρόσωπος in the same person masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοπρόσωπα — ὁμοιοπρόσωπος in the same person neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… … Dictionary of Greek
ομοιοπροσωπώ — ὁμοιοπροσωπῶ, έω (Α) [ομοιοπρόσωπος] ταυτοπροσωπώ … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek